- ἐξουσιάσῃ
- ἐξουσιάζωexercise authorityaor subj mid 2nd sgἐξουσιάζωexercise authorityaor subj act 3rd sgἐξουσιάζωexercise authorityfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… … Dictionary of Greek
αναπαλλοτρίωτο — Νομικός όρος που σημαίνει το πράγμα που δεν επιδέχεται εξουσίαση. Στην κατηγορία του α. εντάσσεται αυτό που χαρακτηρίζεται εκτός συναλλαγής.Εκτός συναλλαγής θεωρούνται ο ελεύθερος ατμοσφαιρικός αέρας και η ανοιχτή θάλασσα, τα νερά των ποταμών, οι … Dictionary of Greek